πίνεται

πίνεται
πί̱νεται , πίνω
Aër.
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλόπιοτος — η, ο 1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά ναι το κρασί τής χρονιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (<… …   Dictionary of Greek

  • πρόπομα — και πρόπωμα, τὸ, Α [προπίνω] 1. ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό 2. ακράτισμα, πρόγευμα 3. ποτό που πίνεται ως αντίδοτο σε δηλητήριο …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόπιοτος — η, ο αυτός που πίνεται εύκολα, ο μη βαρύς, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πίνω] …   Dictionary of Greek

  • βραστάρι — το [βραστός] 1. αφέψημα (χαμομηλιού, φασκόμηλου κ.λπ.) που πίνεται ζεστό, συνήθως ως θερμαντικό για κρυολόγημα 2. ζεστό κρασί …   Dictionary of Greek

  • δύσληπτος — η, ο (AM δύσληπτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται 2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα») νεοελλ. (για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται αρχ. 1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

  • εύποτος — η, ο (ΑΜ εὔποτος, ον) αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα αρχ. 1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα 2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. ά ποτος, δύσ ποτος] …   Dictionary of Greek

  • εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… …   Dictionary of Greek

  • ηδύληπτος — ἡδύληπτος, ον (Μ) (για νερό πηγής) αυτό που πίνεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. εύ ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”